ущемить - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ущемить - translation to ρωσικά


ущемить      
1) pincer ; мед. étrangler
я ущемил палец дверью - mon doigt a été pris dans la porte
2) перен. ( оскорбить ) blesser , mortifier
ущемить чьи-либо интересы, права - léser les intérêts, les droits de qn
ущемлять      
см. ущемить
humilier         
унижать/унизить; оскорблять/оскорбить;
humilier l'orgueil de qn - ущемлять/ущемить чью-л. гордость;
il a été humilié dans son orgueil - его гордость была ущемлена [уязвлена]

Ορισμός

ущемить
сов. перех.
см. ущемлять.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ущемить
1. А "нехорошая" Дума хочет ущемить интересы большинства.
2. Получается, нехороший Вадим Ильич хочет ущемить интересы сына.
3. Как учесть это разнообразие и не ущемить интересы жителей округа?
4. Страны ЕС, Европарламент, НАТО поддержали Эстонию и стремятся ущемить Россию.
5. Областные депутаты и правительство лелеют надежду не ущемить их интересы.